Λέγεται πως σε καθημερινή βάση 23 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο τρώνε κάρυ.
Η λέξη έχει τρεις διαφορετικές σημασίες:
- “Kari” στη διάλεκτο των Ταμίλ είναι η πικάντικη λεπτόρευστη σάλτσα, με
καταγωγή από τη νότια Ινδία, ανγκλιστί ”curry” - Το φύλλο του δέντρου “curry” που φύεται στην Νότια Ινδία και τη Σρι Λάνκα
- Επίσης μπορεί να αναφέρεται στον γενικό όρο για ινδικού τύπου μείγματα
μπαχαρικών.
Οι Πορτογάλοι ανακάλυψαν την Ινδία και ακολούθησαν οι Βρετανοί οι οποίοι έκαναν το μείγμα αυτό γνωστό στον υπόλοιπο κόσμο. Ας σημειωθεί πως για πρώτη φορά αναφέρεται η χρήση του σε βιβλίο μαγειρικής που γράφτηκε στα τέλη του 1300, την εποχή του Ριχάρδου ΙΙΙ.
Αν και οι περισσότεροι συνδέουμε στο μυαλό μας το κάρυ με τις καυτερές και πικάντικες πιπεριές, το αυθεντικό κάρυ δεν τις περιείχε καθώς δε φύονταν στην Ασία. Μόνο όταν ο Κολόμβος έφερε τους σπόρους από την Αμερική, μέσω του εμπορίου με τις αποικίες «τρύπωσαν» στην ινδική κουζίνα, με αποτέλεσμα τα πικάντικα κάρυ που ξέρουμε και αγαπάμε σήμερα.
Η καταγωγή όμως του κάρυ χάνεται στα βάθη των αιώνων. Οι επιστήμονες πιστεύουν πως έχουν βρει «πρωτο-κάρυ» 4.000 ετών, ίχνη από μαγειρεμένη πιπερόριζα και κουρκουμά (παραμένουν τα κύρια συστατικά του κάρυ ακόμη και σήμερα), με άμυλο καλαμποκιού σε ανθρώπινα δόντια και μαγειρικά σκεύη στην αρχαία κοιλάδα του Ινδού ποταμού.
Αυτό δείχνει πως το κάρυ είναι το αρχαιότερο μαγειρικό παρασκεύασμα που συνεχίζει να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Παρά το γεγονός ότι συνεχίζει να αλλάζει και να εξελίσσεται, υπάρχει πάντα αυτό που το συνδέει με την ιστορία.
Υπάρχουν πολλές ποικιλίες πιάτων που ονομάζονται “curries”. Για παράδειγμα, σε ντόπιες παραδοσιακές κουζίνες, η ακριβής επιλογή των μπαχαρικών είναι θέμα εθνικής, πολιτιστικής ή τοπικής παράδοσης, θρησκευτικής πρακτικής και οικογενειακής προτίμησης. Τα πιάτα αυτά έχουν διαφορετικά ονόματα ανάλογα με τα ιδιαίτερα συστατικά που περιέχουν και τον τρόπο που μαγειρεύονται. Τα συστατικά αυτά προστίθενται ωμά ή μαγειρεμένα.
Η βάση παραμένει στα περισσότερα, κόλιανδρος, κύμινο, κουρκουμάς, και πιπερόριζα, ενώ συχνότερα προστίθεται σκόρδο, κρεμμύδι, κανέλα, γαρύφαλλο, κάρδαμο, σπόροι μουστάρδας, μασέ, μοσχοκάρυδο, κόκκινο και μαύρο πιπέρι, και πιπεριές τσίλι. Αν και συνήθως δε βρίσκονται όλα αυτά ταυτόχρονα μαζί, ένα μείγμα κάρυ μπορεί να περιέχει μέχρι και 20 διαφορετικά συστατικά σε οποιοδήποτε συνδυασμό ανάλογα με την προτίμηση του μάγειρα. Στις περιοχές της Ν. Ινδίας προστίθενται και φύλλα από το φυτό κάρυ. Επίσης συχνά μπορεί να περιέχει ψάρια, κρέας, και λαχανικά.
Τα κάρυ μπορεί να είναι «στεγνά» ή «υγρά». Τα στεγνά μαγειρεύονται με ελάχιστα υγρά ώσπου αυτά να εξατμιστούν, ενώ τα «υγρά» με γενναίες ποσότητες σάλτσας ή ζωμού με βάση το γιαούρτι, την κρέμα γάλακτος ή καρύδας, γάλακτος καρύδας, πουρέ λαχανικών ή ζωμού κρέατος. Η σκόνη κάρυ είναι μια δυτική εμπορική εφεύρεση του 18ου αιώνα.
Οι Βρετανοί μέσα από τη σχέση τους με τις αποικίες στην Ινδία γνώρισαν και λάτρεψαν τα “curries”. Τα έκαναν γνωστά σε όλο τον κόσμο και συνεχίζουν να τα λατρεύουν. Στη Βρετανία έχει καθιερωθεί Εθνική Εβδομάδα Κάρυ όπου οι φανατικοί οπαδοί του μπορούν να ψηφίσουν την πρωτεύουσα κάρυ, το “curry pub” της χρονιάς, το αγαπημένο τους εστιατόριο και υπογεγραμμένο πιάτο.
Προϊόντα με Κάρυ: